- μοιρολό(γ)ι
- τό1) причитание, оплакивание; 2) плач
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μοιρολό(γ)ι — το ιού, λυπητερό τραγούδι που λέγεται σε νεκρό, θρήνος: Μόλις ξεψύχησε ο άντρας της τα μοιρολόγια της ακούστηκαν σε όλη τη γειτονιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λόγι — και λόι νεοελλ. β συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών που λειτουργεί πλέον ως επίθημα το οποίο δηλώνει αριθμητικό πλήθος, πλησμονή, αφθονία (πρβλ. γυναικολόι). Το παραγωγικό αυτό μόρφημα ανάγεται σε μτγν. αρχ. λόγιον < λόγος < λέγω («συλλέγω,… … Dictionary of Greek
-λόγιο — (AM λόγιον και Μ λόγιν) β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων από το ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «ομιλώ, λέω» (πρβλ. ημερολόγιο, ωρολόγιο, μοιρολόγιο, τιμολόγιο) είτε με τη σημ. τού «συλλέγω, συγκεντρώνω», οπότε και λειτούργησε ως περιληπτική… … Dictionary of Greek
μοιρολοϊστά — επίρρ. με μοιρολόγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιρολό(γ)ι, κατά το τραγουδιστά] … Dictionary of Greek
μοιρολοϊστικά — και μυρολοϊστικά επίρρ. 1. λέγοντας μοιρολόγια 2. θρηνητικά, λυπητερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιρολό(γ)ι, κατά το τραγουδιστικά] … Dictionary of Greek
μοιρολογώ — μοιρολόγησα, μοιρολογήθηκα, μοιρολογημένος, θρηνώ νεκρό, λέω μοιρολό(γ)ια: Μοιρολογούσε το γιο της χρόνια ολόκληρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)